- μασῶμαι
- μασάομαιchewpres subj mid 1st sg (attic epic ionic)μασάομαιchewpres ind mid 1st sgμασάομαιchewpres subj mid 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
διαμασώμαι — διαμασῶμαι ( άομαι) (AM) [μασώμαι] 1. καταμασώ 2. επικρίνω … Dictionary of Greek
μάθυιαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γνάθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ. (βλ. λ. μασῶμαι), ουσιαστικό σχηματισμένο κατά το πρότυπο τού θηλ. (σε υια) τής μτχ. τού παρακμ. (πρβλ. ἄγυια: ἄγω, ἄρπυια: ἁρπάζω)] … Dictionary of Greek
παραμασήτης — ὁ, Α σύντροφος σε τραπέζι, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μασῶμαι] … Dictionary of Greek